- διακόψῃ
- διακόψηι , διάκοψιςfem dat sg (epic)διακόπτωcut in twoaor subj mid 2nd sgδιακόπτωcut in twoaor subj act 3rd sgδιακόπτωcut in twofut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάκοψη — η (Α διάκοψις, εως) [διακόπτω] 1. διακοπή 2. διαχωρισμός, διάσχιση, τέλειο κόψιμο … Dictionary of Greek